- πονέοντο
- πονέομαιwork hardimperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic)πονέωwork hardimperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπονέοντο — ἀ̱πονέοντο , ἀπονέομαι go away imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀπονέομαι go away imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀπονέομαι go away imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀ̱πονέοντο , ἀπονέω unload imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υσμίνη — ἡ, Α (επικ. τ.) αγώνας, μάχη («ὡς οἱ μὲν πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὑσμίνη μπορεί να αναχθεί στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *jeu dh με σημ. «κινούμαι έντονα, ζωηρά» και κατ επέκταση «πολεμώ» με την έννοια ότι η … Dictionary of Greek